3,274,917
edits
(T22) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ἀνάγκη]]) (from [[Homer]] [[down]] (in [[various]] senses)), [[necessary]];<br /><b class="num">a.</b> [[what]] [[one]] cannot do [[without]], indispensable: τά [[μέλη]]); [[connected]] by the bonds of [[nature]] or of [[friendship]]: ἀναγκαῖοι (A. V. [[near]]) φίλοι).<br /><b class="num">c.</b> [[what]] [[ought]] according to the [[law]] of [[duty]] to be done, [[what]] is required by the [[condition]] of things: [[ἀναγκαῖον]] ἐστι followed by accusative [[with]] the infinitive, [[ἀναγκαῖον]] ἡγεῖσθαι to [[deem]] [[necessary]], followed by an infinitive, 2 Corinthians 9:5. | |txtha=([[ἀνάγκη]]) (from [[Homer]] [[down]] (in [[various]] senses)), [[necessary]];<br /><b class="num">a.</b> [[what]] [[one]] cannot do [[without]], indispensable: τά [[μέλη]]); [[connected]] by the bonds of [[nature]] or of [[friendship]]: ἀναγκαῖοι (A. V. [[near]]) φίλοι).<br /><b class="num">c.</b> [[what]] [[ought]] according to the [[law]] of [[duty]] to be done, [[what]] is required by the [[condition]] of things: [[ἀναγκαῖον]] ἐστι followed by accusative [[with]] the infinitive, [[ἀναγκαῖον]] ἡγεῖσθαι to [[deem]] [[necessary]], followed by an infinitive, 2 Corinthians 9:5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, -αῑα, -αῑον και –αῑος, -αῑον)<br /><b>1.</b> [[υποχρεωτικός]], επιβαλλόμενος, [[αναγκαστικός]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός, τον οποίο χρειάζεται [[κανείς]], ο [[απαραίτητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αναγκαία</i><br />α) τα απαραίτητα για τη ζωή, [[κυρίως]] η [[τροφή]]<br />β) πράγματα που [[είναι]] απαραίτητο να γίνουν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αναγκαίο(ν) [[κακό]](ν)», αναπόφευκτο [[κακό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]], [[ακριβός]], [[πολυτελής]]<br /><b>2.</b> (για συγγράμματα) [[έγκυρος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ ἀναγκαῑος</i><br />ο [[απόπατος]] <i>τὸ ἀναγκαῑο</i><br />[[αποχωρητήριο]], [[ουροδοχείο]] <i>τὰ ἀναγκαῑα</i><br />γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. (<b>με ενεργ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάζει, που επιβάλλει με τη βία<br /><b>2.</b> αυτός που επείγει, ο επείγων<br /><b>3.</b> [[πειστικός]], [[αδιάσειστος]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναγκαῑον</i><br />α) εξαναγκαστική [[φύση]]<br />β) [[τόπος]] περιορισμού, [[φυλακή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀναγκαῑον [[ἦμαρ]]», [[ημέρα]] εξαναγκασμού, δηλ. ζωή δουλείας «ἀναγκαῑα [[τύχη]]» [[τύχη]] που επιβάλλεται από τη [[μοίρα]] ή μοιραία [[τύχη]]<br />«ἐξ ἀναγκαίου», εξ ανάγκης, υπό την [[πίεση]] τών περιστάσεων ΙΙ. (<b>με παθ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάστηκε, που πιέστηκε, ο [[εξαναγκασμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[μόλις]] αρκεί, εντελώς [[απαραίτητος]], [[βασικός]], [[ουσιώδης]] ([[συνήθως]] στον υπερθ.)<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]], [[πρόχειρος]], [[αυτοσχέδιος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συνδέεται με κάποιον με αναγκαίους ή φυσικούς δεσμούς, [[συγγενής]], [[φίλος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]]», ο [[ελάχιστος]] [[συνοικισμός]], που θα μπορούσε να ονομαστεί [[πόλη]]<br />«ἡ ἀναγκαιοτάτη [[συγγένεια]]», ο μακρινότερος [[βαθμός]] συγγένειας που αναγνωρίζεται από τον νόμο<br />«τὰ ἐκ Θεοῡ ἀναγκαῑα», η καθορισμένη [[τάξη]] τών πραγμάτων, οι νόμοι της φύσης<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀναγκαῑον», η [[ανάγκη]]<br />ΙΙΙ. 1. <b>επίρρ.</b> <i>ἀναγκαίως</i><br />κατ’ [[ανάγκη]], με τη βία, αναγκαστικά<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀναγκαίως ἔχει», [[πρέπει]] να [[είναι]] [[έτσι]]<br />«ἀναγκαίως [[φέρω]]», όσο καλύτερα [[μπορώ]] «γελοίως καὶ ἀναγκαίως [[λέγω]]», μόνο εφόσον [[είναι]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγκαιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀναγκαιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγκαιώ]]). | |||
}} | }} |