Anonymous

ἀναγκαῖος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, -αῑα, -αῑον και –αῑος, -αῑον)<br /><b>1.</b> [[υποχρεωτικός]], επιβαλλόμενος, [[αναγκαστικός]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός, τον οποίο χρειάζεται [[κανείς]], ο [[απαραίτητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αναγκαία</i><br />α) τα απαραίτητα για τη ζωή, [[κυρίως]] η [[τροφή]]<br />β) πράγματα που [[είναι]] απαραίτητο να γίνουν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αναγκαίο(ν) [[κακό]](ν)», αναπόφευκτο [[κακό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]], [[ακριβός]], [[πολυτελής]]<br /><b>2.</b> (για συγγράμματα) [[έγκυρος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ ἀναγκαῑος</i><br />ο [[απόπατος]] <i>τὸ ἀναγκαῑο</i><br />[[αποχωρητήριο]], [[ουροδοχείο]] <i>τὰ ἀναγκαῑα</i><br />γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. (<b>με ενεργ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάζει, που επιβάλλει με τη βία<br /><b>2.</b> αυτός που επείγει, ο επείγων<br /><b>3.</b> [[πειστικός]], [[αδιάσειστος]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναγκαῑον</i><br />α) εξαναγκαστική [[φύση]]<br />β) [[τόπος]] περιορισμού, [[φυλακή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀναγκαῑον [[ἦμαρ]]», [[ημέρα]] εξαναγκασμού, δηλ. ζωή δουλείας «ἀναγκαῑα [[τύχη]]» [[τύχη]] που επιβάλλεται από τη [[μοίρα]] ή μοιραία [[τύχη]]<br />«ἐξ ἀναγκαίου», εξ ανάγκης, υπό την [[πίεση]] τών περιστάσεων ΙΙ. (<b>με παθ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάστηκε, που πιέστηκε, ο [[εξαναγκασμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[μόλις]] αρκεί, εντελώς [[απαραίτητος]], [[βασικός]], [[ουσιώδης]] ([[συνήθως]] στον υπερθ.)<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]], [[πρόχειρος]], [[αυτοσχέδιος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συνδέεται με κάποιον με αναγκαίους ή φυσικούς δεσμούς, [[συγγενής]], [[φίλος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]]», ο [[ελάχιστος]] [[συνοικισμός]], που θα μπορούσε να ονομαστεί [[πόλη]]<br />«ἡ ἀναγκαιοτάτη [[συγγένεια]]», ο μακρινότερος [[βαθμός]] συγγένειας που αναγνωρίζεται από τον νόμο<br />«τὰ ἐκ Θεοῡ ἀναγκαῑα», η καθορισμένη [[τάξη]] τών πραγμάτων, οι νόμοι της φύσης<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀναγκαῑον», η [[ανάγκη]]<br />ΙΙΙ. 1. <b>επίρρ.</b> <i>ἀναγκαίως</i><br />κατ’ [[ανάγκη]], με τη βία, αναγκαστικά<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀναγκαίως ἔχει», [[πρέπει]] να [[είναι]] [[έτσι]]<br />«ἀναγκαίως [[φέρω]]», όσο καλύτερα [[μπορώ]] «γελοίως καὶ ἀναγκαίως [[λέγω]]», μόνο εφόσον [[είναι]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγκαιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀναγκαιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγκαιώ]]).
|mltxt=-αία, -αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, -αῑα, -αῑον και –αῑος, -αῑον)<br /><b>1.</b> [[υποχρεωτικός]], επιβαλλόμενος, [[αναγκαστικός]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός, τον οποίο χρειάζεται [[κανείς]], ο [[απαραίτητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αναγκαία</i><br />α) τα απαραίτητα για τη ζωή, [[κυρίως]] η [[τροφή]]<br />β) πράγματα που [[είναι]] απαραίτητο να γίνουν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αναγκαίο(ν) [[κακό]](ν)», αναπόφευκτο [[κακό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]], [[ακριβός]], [[πολυτελής]]<br /><b>2.</b> (για συγγράμματα) [[έγκυρος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ ἀναγκαῑος</i><br />ο [[απόπατος]] <i>τὸ ἀναγκαῑο</i><br />[[αποχωρητήριο]], [[ουροδοχείο]] <i>τὰ ἀναγκαῑα</i><br />γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. (<b>με ενεργ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάζει, που επιβάλλει με τη βία<br /><b>2.</b> αυτός που επείγει, ο επείγων<br /><b>3.</b> [[πειστικός]], [[αδιάσειστος]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναγκαῑον</i><br />α) εξαναγκαστική [[φύση]]<br />β) [[τόπος]] περιορισμού, [[φυλακή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀναγκαῑον [[ἦμαρ]]», [[ημέρα]] εξαναγκασμού, δηλ. ζωή δουλείας «ἀναγκαῑα [[τύχη]]» [[τύχη]] που επιβάλλεται από τη [[μοίρα]] ή μοιραία [[τύχη]]<br />«ἐξ ἀναγκαίου», εξ ανάγκης, υπό την [[πίεση]] τών περιστάσεων ΙΙ. (<b>με παθ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγκάστηκε, που πιέστηκε, ο [[εξαναγκασμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[μόλις]] αρκεί, εντελώς [[απαραίτητος]], [[βασικός]], [[ουσιώδης]] ([[συνήθως]] στον υπερθ.)<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]], [[πρόχειρος]], [[αυτοσχέδιος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συνδέεται με κάποιον με αναγκαίους ή φυσικούς δεσμούς, [[συγγενής]], [[φίλος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]]», ο [[ελάχιστος]] [[συνοικισμός]], που θα μπορούσε να ονομαστεί [[πόλη]]<br />«ἡ ἀναγκαιοτάτη [[συγγένεια]]», ο μακρινότερος [[βαθμός]] συγγένειας που αναγνωρίζεται από τον νόμο<br />«τὰ ἐκ Θεοῡ ἀναγκαῑα», η καθορισμένη [[τάξη]] τών πραγμάτων, οι νόμοι της φύσης<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀναγκαῑον», η [[ανάγκη]]<br />ΙΙΙ. 1. <b>επίρρ.</b> <i>ἀναγκαίως</i><br />κατ’ [[ανάγκη]], με τη βία, αναγκαστικά<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀναγκαίως ἔχει», [[πρέπει]] να [[είναι]] [[έτσι]]<br />«ἀναγκαίως [[φέρω]]», όσο καλύτερα [[μπορώ]] «γελοίως καὶ ἀναγκαίως [[λέγω]]», μόνο εφόσον [[είναι]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγκαιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀναγκαιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγκαιώ]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀνάγκη]]), με ή μέσω βίας·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεσμεύει, που ασκεί [[πίεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἦμαρ]] ἀν., η [[ημέρα]] του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως <i>ἀναγκαία τύχῃ</i>, η [[τύχη]], ο [[κλήρος]] της δουλείας ή ο [[βίαιος]] [[θάνατος]], σε Σοφ.· <i>τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ</i>, από την υποχρεωτική [[φύση]] της αρχής μας, σε Θουκ.· <i>ἐξ ἀναγκαίου</i>, [[κάτω]] από καταναγκασμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επιχειρήματα, [[πειστικός]], [[ισχυρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, <i>πολεμισταὶ ἀν</i>., στρατιώτες δια της βίας [[είτε]] θέλουν [[είτε]] όχι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]], <i>ἀναγκαῖόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]], ἔνιαι [[τῶν]] ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀναγκαῖα</i>, τα απαραίτητα [[αγαθά]], οι ανάγκες, όπως το [[φαγητό]], ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· <i>τὰ ἐκ θεοῦ ἀν</i>., η καθορισμένη [[τάξη]] των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλυτα [[απαραίτητος]], [[μόλις]] [[επαρκής]], [[επιτακτικός]]· ἀν. [[τροφή]] — <i>ἡ καθ' ἡμέραν</i>, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀναγκαῖοι</i>, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, [[ἀναγκαίως]] [[ἔχει]], πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. φέρειν</i>, όσο καλύτερα μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, αντίθ. προς το [[ἀνδρείως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. λέγειν</i>, μόνο τόσο [[μακριά]] όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.
}}
}}