3,277,637
edits
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ. | |lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καυχηματίας]]) [[καύχημα]]<br />αυτός που διαρκώς καυχιέται, [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) ο [[γεμάτος]] κομπασμό. | |||
}} | }} |