Anonymous

καυχηματίας: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καυχηματίας]]) [[καύχημα]]<br />αυτός που διαρκώς καυχιέται, [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) ο [[γεμάτος]] κομπασμό.
}}
}}