καυχηματίας
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
-ου, ὁ, boaster, braggart, Ptol.Tetr.159, EM121.7; boastful, λόγος Sch.Il.13.373.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ, Großprahler, Prahlhans; Schol. Ar. Ran. 40; vgl. E. M. 121, 7; auch λόγος, Schol. Il. 13, 373.
Greek (Liddell-Scott)
καυχημᾰτίας: -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ φρονηματίας, φρυαγματίας, οἰηματίας κτλ., κ. λόγος Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
Greek Monolingual
ο (Α καυχηματίας) καύχημα
αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης
αρχ.
(για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό.
Translations
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам