Anonymous

κεραυνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραυνοφόρος]]<br />[[τίτλος]] ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}