Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
|lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]].
}}
}}