Anonymous

κιλλός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.
|btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιλλός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[σταχτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. <i>κελ</i>- του τ. <i>κελ</i>-[[αινός]] «[[σκουρόχρωμος]]», με [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>- (κλειστοποίηση)<br />τα -<i>λλ</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως προερχόμενα από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- ή -<i>λy</i>-].
}}
}}