Anonymous

κιλλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56.
|lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.
}}
}}