Anonymous

κίναιδος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />infâme débauché, inverti.<br />'''Étymologie:''' DELG mot familier et pop., de [[κινέω]], αἰδοῖα.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />infâme débauché, inverti.<br />'''Étymologie:''' DELG mot familier et pop., de [[κινέω]], αἰδοῖα.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κίναιδος]])<br />ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο [[παθητικός]] [[ομοφυλόφιλος]], [[πούστης]] || (μσν.-αρχ.) [[αισχρός]] και [[ανήθικος]] [[άνθρωπος]] («[[κίναιδος]], [[ασελγής]], [[μαλακός]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br /><b>2.</b> [[κιναίδιον]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κίναιδοι</i><br />ποιήματα με ανήθικο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]]: «[[παρά]] τὸ κινεῖσθαι τὴν αἰδῶ ἢ παρὰ τὸ κινεῖσθαι τὰ αἰδοῖα» (Ετυμολ. Γουδιανόν), η λ. μπορεί να ερμηνευθεί ως σύνθετη με το ρ. [[κινώ]] και το ουσ. [[αιδώς]], [[ερμηνεία]] που προσκρούει στη διαφορετική [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>- (<i>κĭναιδος</i> —<i>κῑνῶ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιναιδώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιναιδεύομαι]], [[κιναιδία]], [[κιναιδίας]], [[κιναιδίζω]], <i>καιναίδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιναιδογράφος]]<br />(αρχ.-μον.) [[κιναιδολόγος]] (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μοιχοκίναιδος]], [[παρακίναιδος]], [[σπαταλοκίναιδος]]].
}}
}}