Anonymous

κίναιδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίναιδος''': ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ [[καταπύγων]]· [[καθόλου]] [[αἰσχρός]], [[κακοήθης]] [[ἄνθρωπος]], Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. [[μαργαρίτης]], Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.
|lstext='''κίναιδος''': ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ [[καταπύγων]]· [[καθόλου]] [[αἰσχρός]], [[κακοήθης]] [[ἄνθρωπος]], Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. [[μαργαρίτης]], Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />infâme débauché, inverti.<br />'''Étymologie:''' DELG mot familier et pop., de [[κινέω]], αἰδοῖα.
}}
}}