Anonymous

κητόδορπος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κητόδορπος''': [[συμφορά]], ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.
|lstext='''κητόδορπος''': [[συμφορά]], ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.
}}
{{grml
|mltxt=[[κητόδορπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εφοδιάζει με [[τροφή]] τα θαλάσσια τέρατα («[[κητόδορπος]] [[συμφορά]]» — η [[συμφορά]] του να γίνει [[κανείς]] [[βορά]] τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, <b>Λυκόφρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόρπον]] «[[γεύμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αποινό</i>-<i>δορπος</i>, <i>σύν</i>-<i>δορπος</i>].
}}
}}