κητόδορπος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητόδορπος Medium diacritics: κητόδορπος Low diacritics: κητόδορπος Capitals: ΚΗΤΟΔΟΡΠΟΣ
Transliteration A: kētódorpos Transliteration B: kētodorpos Transliteration C: kitodorpos Beta Code: khto/dorpos

English (LSJ)

συμφορά, ἡ, supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.

German (Pape)

[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.

Greek Monolingual

κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινόδορπος, σύνδορπος].