Anonymous

κεκραξιδάμας: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος, (ὁ) :<br />braillard.<br />'''Étymologie:''' [[κέκραγα]], [[δαμάω]].
|btext=αντος, (ὁ) :<br />braillard.<br />'''Étymologie:''' [[κέκραγα]], [[δαμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεκραξιδάμας]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, [[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκραξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κεκραγ</i>-, αναδιπλασιασμένο θ. του [[κράζω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέκραγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δάμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]], [[καταβάλλω]]»). Συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}