Anonymous

κεκραξιδάμας: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεκραξιδάμας]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, [[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκραξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κεκραγ</i>-, αναδιπλασιασμένο θ. του [[κράζω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέκραγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δάμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]], [[καταβάλλω]]»). Συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[κεκραξιδάμας]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, [[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκραξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κεκραγ</i>-, αναδιπλασιασμένο θ. του [[κράζω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέκραγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δάμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]], [[καταβάλλω]]»). Συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεκραξιδάμας:''' -αντος, ὁ ([[κέκραγα]], [[δαμάω]]), αυτός που υπερνικά όλους στα σκουξίματα, «[[σαματατζής]]», «[[φωνακλάς]]», σε Αριστοφ.
}}
}}