Anonymous

κιννάβαρι: Difference between revisions

From LSJ
20
(eksahir)
(20)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[cinabrio]]
|esgtx=[[cinabrio]]
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κιννάβαρι]], -εως, Α και [[τιγγάβαρι]] και τιγγάβαρυ)<br />θειούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. [[κινναβαρίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που εξάγεται από το [[ορυκτό]] αυτό<br /><b>2.</b> κόκκινο [[μελάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cinnabaris</i>].
}}
}}