Anonymous

κιννάβαρι: Difference between revisions

From LSJ
3
(20)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κιννάβαρι]], -εως, Α και [[τιγγάβαρι]] και τιγγάβαρυ)<br />θειούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. [[κινναβαρίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που εξάγεται από το [[ορυκτό]] αυτό<br /><b>2.</b> κόκκινο [[μελάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cinnabaris</i>].
|mltxt=το (ΑΜ [[κιννάβαρι]], -εως, Α και [[τιγγάβαρι]] και τιγγάβαρυ)<br />θειούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. [[κινναβαρίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που εξάγεται από το [[ορυκτό]] αυτό<br /><b>2.</b> κόκκινο [[μελάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cinnabaris</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κιννάβᾰρι:''' εως (νᾰ) τό киноварь, сернистая ртуть Arst.
}}
}}