Anonymous

κέρασμα: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρασμα''': τό, μεμιγμένον τι, [[μῖγμα]], μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, [[οἷον]] ὁ [[κυκεών]], Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., [[κύπελλον]] πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
|lstext='''κέρασμα''': τό, μεμιγμένον τι, [[μῖγμα]], μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, [[οἷον]] ὁ [[κυκεών]], Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., [[κύπελλον]] πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κέρασμα]]) [[κεράννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφορά]] κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος<br /><b>2.</b> [[μοίρασμα]] κρασιού στα ποτήρια<br /><b>3.</b> [[φιλοδώρημα]] σε [[χρήμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κύπελλο]] γεμάτο [[κρασί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[κράμα]]<br /><b>2.</b> [[κράμα]] από διάφορα ποτά<br /><b>3.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται από διάφορες αιτίες.
}}
}}