Anonymous

κέκραξ: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_14)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέκραξ''': ὁ, = [[κεκράκτης]], παρὰ Δράκων. 51. 12.
|lstext='''κέκραξ''': ὁ, = [[κεκράκτης]], παρὰ Δράκων. 51. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέκραξ]], -αγος, ὁ (Α)<br />[[άλλος]] τ. του [[κεκράκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κέκραγ</i>- του [[κράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγ</i>-<i>α</i>)].
}}
}}