Anonymous

κιναιδεία: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῑαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.
}}
}}