Anonymous

κοίλωμα: Difference between revisions

From LSJ
1,349 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d’un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d’un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κοίλωμα]], Μ και κοίλωμαν) [[κοιλώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθούλωμα]], [[κούφωμα]] («[[κοίλωμα]] βράχου»)<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]], [[κοιλάδα]], [[λάκκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(εμβρυολ. -ζωολ.) [[κοιλότητα]] [[μεταξύ]] του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται [[μεταξύ]] στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δεξαμενής στην οποία χυνόταν το [[νερό]] που πλεόναζε από ποταμό<br /><b>2.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου<br /><b>3.</b> η [[ανόρυξη]], η [[ανασκαφή]]<br /><b>4.</b> (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) [[έλκος]], [[τραύμα]], [[πληγή]]<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> η [[απόκλιση]] αστέρα, το [[ταπείνωμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το τρωτό [[σημείο]].
}}
}}