Anonymous

κονδυλώδης: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.
|lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
}}
}}