3,274,915
edits
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ. | |lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος. | |||
}} | }} |