Anonymous

κονδυλώδης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(21)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
}}
{{elnl
|elnltext=κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig.
}}
}}