Anonymous

κομπαστής: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vantard, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' [[κομπάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κομπάστρια (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
}}
}}