Anonymous

κομπαστής: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κομπάστρια (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
|mltxt=ο, θηλ. κομπάστρια (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομπαστής:''' -οῦ, ὁ ([[κομπάζω]]), [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Πλούτ.
}}
}}