Anonymous

κόμαιθος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_15)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.
|lstext='''κόμαιθος''': -ον, ([[κόμη]], [[αἴθω]]) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ [[ὄνομα]] Κομαιθώ, ἥτις ἦν [[θυγάτηρ]] Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόμαιθος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] <span style="color: red;">+</span> [[αἶθος]] «[[καύσωνας]], πυρ»].
}}
}}