Anonymous

κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}