Anonymous

κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κούφισμα:''' -ατος, τό = [[κούφισις]], σε Ευρ.
}}
}}