Anonymous

κοίμημα: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
}}
}}