Anonymous

κραδοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_18)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰδοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. ([[ὅστις]] γράφει κραδαφάγος).
|lstext='''κρᾰδοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. ([[ὅστις]] γράφει κραδαφάγος).
}}
{{grml
|mltxt=[[κραδοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κραδοφάγος]]<br />[[κραδοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] «[[βλαστός]] συκιάς» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>)].
}}
}}