κραδοφάγος

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδοφάγος Medium diacritics: κραδοφάγος Low diacritics: κραδοφάγος Capitals: ΚΡΑΔΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kradophágos Transliteration B: kradophagos Transliteration C: kradofagos Beta Code: kradofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον eating the young branches of the fig tree, and as substantive, = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).

Greek Monolingual

κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ.κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. -φαγ-ον)].

German (Pape)

Zweige des Feigenbaumes essend, nach Hesych. und Poll. 6.40 ὁ ἀγροῖκος.