Anonymous

κρέξ: Difference between revisions

From LSJ
1,105 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[κρεκός]] (ἡ) :<br /><i>oiseau de la grosseur de l’ibis, avec un bec très aigu</i> : râle d’eau <i>ou</i> autre.<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, crier -- DELG onomatopée, cf. [[κόραξ]].
|btext=[[κρεκός]] (ἡ) :<br /><i>oiseau de la grosseur de l’ibis, avec un bec très aigu</i> : râle d’eau <i>ou</i> autre.<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, crier -- DELG onomatopée, cf. [[κόραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κρέξ]], -εκός, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλαζόνας]]<br /><b>2.</b> [[τρίχα]] («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο [[πτηνό]] που μοιάζει με το [[ορτύκι]] («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσάρπαγος]] [[κρέξ]]» — ως [[χαρακτηρισμός]] της Ελένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>krkara</i>- «[[είδος]] πέρδικας», μέσ. ιρλδ. <i>cercc</i> «[[κότα]]», αρχ. πρωσ. <i>kerko</i> «άγρια [[πάπια]]» και ρωσ. <i>krečet</i> «[[γεράκι]]» και ίσως με [[κερκάς]], [[κερκιθαλίς]], [[κέρκος]] «[[ουρά]]»].
}}
}}