Anonymous

κολαπτός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολαπτός]], -ή, -όν) [[κολάπτω]]<br />αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ<br />χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, [[χαρακτός]], χαραγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κολαπτὸν [[γράμμα]]» — η [[επιγραφή]].
}}
}}