3,273,446
edits
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5. | |lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολαπτός]], -ή, -όν) [[κολάπτω]]<br />αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ<br />χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, [[χαρακτός]], χαραγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κολαπτὸν [[γράμμα]]» — η [[επιγραφή]]. | |||
}} | }} |