κολαπτός

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολαπτός Medium diacritics: κολαπτός Low diacritics: κολαπτός Capitals: ΚΟΛΑΠΤΟΣ
Transliteration A: kolaptós Transliteration B: kolaptos Transliteration C: kolaptos Beta Code: kolapto/s

English (LSJ)

κολαπτή, κολαπτόν, engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.