Anonymous

κόρημα: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' [[κορέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' [[κορέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόρημα]], -ήματος) [[κορέω]] (ΙΙ)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλευρικά κορήματα»<br /><b>γεωλ.</b> πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που απορρίπτεται με το [[σάρωμα]], [[απόρριμμα]], [[σκουπίδι]]<br /><b>2.</b> [[σάρωθρο]], [[σκούπα]], [[κόρηθρον]] («τουτὶ λαβὼν [[κόρημα]] τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).
}}
}}