Anonymous

κόρημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρημα''': τό, τὸ κορούμενον [[κάθαρμα]], «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν [[κόρημα]] τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.
|lstext='''κόρημα''': τό, τὸ κορούμενον [[κάθαρμα]], «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν [[κόρημα]] τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' [[κορέω]].
}}
}}