Anonymous

κόπασις: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_8)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.
|lstext='''κόπασις''': -εως, ἡ, [[κόπωσις]], Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, [[κατεύνασις]], [[κατάπτωσις]], [[ὕφεσις]], [[παῦσις]], Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόπασις]], ἡ (Μ) [[κοπάζω]]<br />[[κόπωση]], [[κούραση]], [[κατάπτωση]].
}}
}}