κόπασις

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, das Ermüden, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόπασις: -εως, ἡ, κόπωσις, Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, κατεύνασις, κατάπτωσις, ὕφεσις, παῦσις, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.

Greek Monolingual

κόπασις, ἡ (Μ) κοπάζω
κόπωση, κούραση, κατάπτωση.