3,277,286
edits
(T22) |
(21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[κοσμίως]]) adverb ([[decently]]), from [[κόσμιος]], [[which]] [[see]]: WH marginal [[reading]] ([[Aristophanes]], Isocrates, others.)] | |txtha=([[κοσμίως]]) adverb ([[decently]]), from [[κόσμιος]], [[which]] [[see]]: WH marginal [[reading]] ([[Aristophanes]], Isocrates, others.)] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[κοσμία]] (ΑM [[κόσμιος]], -ία, -ον, Α και [[κόσμιος]], -ον) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> ο καλά διατεταγμένος, ο [[κανονικός]] (α. «κόσμια [[εμφάνιση]]» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευπρεπής]], [[σεμνός]], [[φρόνιμος]] (α. «[[κόσμιος]] [[άνθρωπος]]» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]] του κόσμου, [[παγκόσμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμία]] [[διαγωγή]]», «κοσμιωτάτη [[διαγωγή]]» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κόσμιον]]<br />[[κόσμημα]], [[στολίδι]] («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλός]], [[τίμιος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]] («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ασθενή) [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κόσμιος]]<br />αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], [[τιμιότητα]] («πρὸς τὸ [[κόσμιον]] καὶ σῶφρον μᾱλλον ἁποκλῑνον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το [[σήμα]] αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοσμίως</i> και -<i>ια</i> (ΑM κοσμίως)<br />με [[κοσμιότητα]], ευπρεπώς. | |||
}} | }} |