Anonymous

κολαστήριος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_16)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολαστήριος''': -ον, = [[κολαστικός]], Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος [[οἶκος]], Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) [[ὄργανον]] [[σωφρονιστήριον]] ἢ [[βασανιστήριον]], Πλούτ. 2. 342Ε. 3) [[καθόλου]], = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.
|lstext='''κολαστήριος''': -ον, = [[κολαστικός]], Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος [[οἶκος]], Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) [[ὄργανον]] [[σωφρονιστήριον]] ἢ [[βασανιστήριον]], Πλούτ. 2. 342Ε. 3) [[καθόλου]], = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[κολαστήριος]], -ία, -ον και -ος -ον) [[κολαστήρ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο [[σχετικός]] με την [[τιμωρία]] («[[κολαστήριος]] [[δύναμις]]», Φιλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολαστήριο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[τόπος]] τιμωρίας, [[τόπος]] βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τιμωρία]], [[κολασμός]].
}}
}}