3,274,216
edits
(21) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[κολαστήριος]], -ία, -ον και -ος -ον) [[κολαστήρ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο [[σχετικός]] με την [[τιμωρία]] («[[κολαστήριος]] [[δύναμις]]», Φιλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολαστήριο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[τόπος]] τιμωρίας, [[τόπος]] βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τιμωρία]], [[κολασμός]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[κολαστήριος]], -ία, -ον και -ος -ον) [[κολαστήρ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο [[σχετικός]] με την [[τιμωρία]] («[[κολαστήριος]] [[δύναμις]]», Φιλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολαστήριο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[τόπος]] τιμωρίας, [[τόπος]] βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τιμωρία]], [[κολασμός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολαστήριος -α -ον [κολάζω] straf-; subst. τὸ κολαστήριον bestraffing; plaats van bestraffing. | |||
}} | }} |