Anonymous

κορδακίζω: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=danser le [[κόρδαξ]].
|btext=danser le [[κόρδαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[κορδακίζω]]) [[κόρδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, [[ασχημονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορεύω]] τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
}}
}}