Anonymous

κυβευτής: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κυβεύτρια]] (Α [[κυβευτής]]) [[κυβεύω]]<br />αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι [[κυβευτής]], καὶ ὁ [[λωποδύτης]], καὶ ὁ [[λῃστής]] τῶν ἀνελευθέρων [[εἰσί]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίζει στο [[χρηματιστήριο]] με αθέμιτα [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Κυβευταί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αντιφάνους.
}}
}}