Anonymous

κυβευτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠβευτής''': -οῦ, ὁ, ([[κυβεύω]]) ὁ παίζων τοὺς κύβους, [[ἤτοι]] τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ [[λωποδύτης]] καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
|lstext='''κῠβευτής''': -οῦ, ὁ, ([[κυβεύω]]) ὁ παίζων τοὺς κύβους, [[ἤτοι]] τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ [[λωποδύτης]] καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
}}