Anonymous

κωλοβαθριστής: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_19)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.
|lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωλοβαθριστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλόβαθρον]], [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ιστής</i>, ή μέσω ενός αμάρτυρου <i>κωλοβαθρίζω</i>].
}}
}}