3,277,719
edits
(6_19) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15. | |lstext='''κωλοβαθριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον [[βάραθρον]], ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωλοβαθριστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλόβαθρον]], [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>ιστής</i>, ή μέσω ενός αμάρτυρου <i>κωλοβαθρίζω</i>]. | |||
}} | }} |