Anonymous

λελίημαι: Difference between revisions

From LSJ
22
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only [[part]]., λελιημένος, as adj., [[eager]], [[desirous]]; w. [[ὄφρα]], Δ , Il. 5.690. Cf. [[λιλαίομαι]]. (Il.)
|auten=only [[part]]., λελιημένος, as adj., [[eager]], [[desirous]]; w. [[ὄφρα]], Δ , Il. 5.690. Cf. [[λιλαίομαι]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[λελίημαι]] (Α)<br />(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>λελιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[πρόθυμος]]<br />β) (για τον αέρα) [[ορμητικός]] («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λε</i>-<i>λιη</i>-[[μένος]] [[είναι]] μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το <i>τε</i>-<i>τιη</i>-[[μένος]] και συνδέεται με το [[λιλαίομαι]] «[[επιθυμώ]] πολύ»].
}}
}}