Anonymous

λελίημαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λελίημαι]] (Α)<br />(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>λελιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[πρόθυμος]]<br />β) (για τον αέρα) [[ορμητικός]] («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λε</i>-<i>λιη</i>-[[μένος]] [[είναι]] μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το <i>τε</i>-<i>τιη</i>-[[μένος]] και συνδέεται με το [[λιλαίομαι]] «[[επιθυμώ]] πολύ»].
|mltxt=[[λελίημαι]] (Α)<br />(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>λελιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[πρόθυμος]]<br />β) (για τον αέρα) [[ορμητικός]] («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λε</i>-<i>λιη</i>-[[μένος]] [[είναι]] μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το <i>τε</i>-<i>τιη</i>-[[μένος]] και συνδέεται με το [[λιλαίομαι]] «[[επιθυμώ]] πολύ»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λελίημαι:''' Επικ. παρακ. ([[λίαν]]), με [[σημασία]] ενεστ.· [[αγωνίζομαι]] με ζήλο, [[προσπαθώ]] φιλότιμα, στη μτχ. <i>λελῐημένος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., [[πρόθυμος]], [[βιαστικός]], [[ορμητικός]], στο ίδ.· [[έπειτα]], γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ.
}}
}}