Anonymous

κωνικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conique.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
|btext=ή, όν :<br />conique.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωνικός]], -ή, -όν) [[κώνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κώνου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό [[σχήμα]] [[κώνος]] («κωνική [[τομή]]» — [[καμπύλη]] που σχηματίζεται από την [[τομή]] ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωνικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[σχήμα]] κώνου.
}}
}}