Anonymous

κωνικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωνικός''': -ή, -όν, ([[κῶνος]]) ἔχων [[σχῆμα]] κώνου, [[κωνικός]], Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8.
|lstext='''κωνικός''': -ή, -όν, ([[κῶνος]]) ἔχων [[σχῆμα]] κώνου, [[κωνικός]], Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conique.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
}}
}}