Anonymous

κωπεύς: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_8)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωπεύς''': έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.
|lstext='''κωπεύς''': έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωπεύς]], -έως, ὁ (Α) [[κώπη]]<br />(μόνο στον πληθ.) <i>κωπέες</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>κωπῆς</i><br />πλατιά ξύλα [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] κουπιών.
}}
}}