3,277,119
edits
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cube, figure hexaèdre;<br /><b>2</b> dé à jouer marqué sur les six côtes : κρίνειν [[τι]] [[ἐν]] κύβοις ESCHL décider qch sur un coup de dé, <i>càd</i> au hasard ; ἀνερρίφθω [[κύβος]] PLUT (<i>lat.</i> jacta esto aléa) que le dé en soit jeté ! ἔσχατον κύβον ἀφιέναι PLUT jeter son dernier dé, <i>càd</i> courir sa dernière chance.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être gros. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cube, figure hexaèdre;<br /><b>2</b> dé à jouer marqué sur les six côtes : κρίνειν [[τι]] [[ἐν]] κύβοις ESCHL décider qch sur un coup de dé, <i>càd</i> au hasard ; ἀνερρίφθω [[κύβος]] PLUT (<i>lat.</i> jacta esto aléa) que le dé en soit jeté ! ἔσχατον κύβον ἀφιέναι PLUT jeter son dernier dé, <i>càd</i> courir sa dernière chance.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être gros. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κύβος]])<br /><b>1.</b> ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι [[δώδεκα]] ακμές [[είναι]] ίσες και όλες οι έδρες, έξι τον αριθμό, [[είναι]] ίσα [[μεταξύ]] τους τετράγωνα («ἐν τῷ τετραγώνῳ γεννᾱσθαι τὸν κύβον, ἑδραιότατον... [[σῶμα]]», Τίμ. Λουρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[τεμάχιο]] από [[στερεά]] ύλη το οποίο έχει χαραγμένες σε καθεμιά από τις πλευρές του μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμεύει για [[τυχερά]] παιχνίδια, [[ζάρι]] («ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους... τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι», Λυσ.)<br /><b>3.</b> το γινόμενο που προκύπτει από τον διπλό πολλαπλασιασμό αριθμού επί τον εαυτό του, αλλ. [[τρίτη]] [[δύναμη]] ή τριτοβάθμια [[δύναμη]] («το 64 [[είναι]] [[κύβος]] του αριθμού 4, [[δηλαδή]] 4 χ 4χ 4 = 64»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο [[κύβος]] ερρίφθη» ή «ἀνερρίφθω [[κύβος]]» — πάρθηκε [[πλέον]] η κρίσιμη [[απόφαση]] ύστερα από πολλούς δισταγμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[κύβος]]» — ο [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κύβος]] ενός ακέραιου αριθμού («ο [[αριθμός]] 8 [[είναι]] [[τέλειος]] [[κύβος]] [[γιατί]] [[είναι]] ο [[κύβος]] του ακεραίου 2»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλευρά]] του ζαριού που φέρει μία μόνο [[κουκκίδα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] που έχει κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] παστωμένου ψαριού<br /><b>4.</b> [[είδος]] πίτας ή ζυμαρικού με κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> η [[κοιλότητα]] τών ζώων που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό<br /><b>6.</b> [[μέρος]] αρδευτικής μηχανής<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύβοι</i><br /><i>το</i> [[κυβείον]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «άναρρίπτω κύβον» — [[ριψοκινδυνεύω]] παίρνοντας τολμηρή [[απόφαση]]<br />β) «ἔσχατον κύβον [[ἀφίημι]]» — [[δοκιμάζω]] την [[τύχη]] μου για τελευταία [[φορά]]<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι» — [[ποτέ]] τα έργα του [[Διός]] δεν [[είναι]] τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με γοτθ. <i>hups</i> «[[ισχίο]]», λατ. <i>cubitus</i> «[[αγκώνας]]», που βασίζεται στη σημ. της λ. [[κύδος]] «[[κοιλότητα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό τών ζώων», δεν φαίνεται πολύ πειστική. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cubus</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυβεύω]], [[κυβίζω]], [[κυβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβίας]], [[κύβιον]], [[κυβοστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυβεών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυβοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβεπίκυβος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυβόκυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυβόλεξο]], [[κυβόλιθος]], [[κυβομαντεία]], [[κυβόμετρο]]. | |||
}} | }} |